- αμφιετής
- ἀμφιετής, -ές (Α)(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -ετής < ἔτος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιετῆ — ἀμφιετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιετοῦς — ἀμφιετής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιετεῖς — ἀμφιετέω offer yearly sacrifices pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιετής masc/fem acc pl ἀμφιετής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amphietes — AMPHIĔTES, is, Gr. Ἀμφιετὴς, οῦς, ein Beynamen des Bacchus, Orph. Hymn. LII. v. 1. p. 248. welcher von ἀμφὶ und ἔτος, annus, zusammen gesetzet ist, und nach einiger Meynung so viel, als die vier Jahreszeiten, bedeutet, Gyrald. Synt. VIII. p. 288 … Gründliches mythologisches Lexikon
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιέτηρος — ἀμφιέτηρος, ον (Α) ο αμφιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετηρος < ἔτος (πρβλ. τρι έτηρος)] … Dictionary of Greek
αμφιετίδαι — ἀμφιετίδαι, οι (Α) [ἀμφιετής] κωμική ονομασία για ανόητους ανθρώπους … Dictionary of Greek
αμφιετίζομαι — ἀμφιετίζομαι και ετηρίζομαι (Α) ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετής ἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος] … Dictionary of Greek